- μαινάδα
- [-ας (-άδος)] η1) (М.) миф менада, вакханка; 2) ведьма; 3) краб (один из видов)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαινάδα — η (AM μαινάς, Μ και μαινάδα) στον πληθ. οι μαινάδες ονομασία κατώτερων θεαινών που κατά τη μυθολογία ήταν συνοδοί τού Διονύσου νεοελλ. 1. γυναίκα κακιά και άσχημη, στρίγγλα 2. ζωολ. είδος καβουριού μσν. αρχ. 1. ως επίθ. μανιακή, τρελή 2. πόρνη… … Dictionary of Greek
μαινάδα — μαινάς raving fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαινάδ' — μαινάδα , μαινάς raving fem acc sg μαινάδι , μαινάς raving fem dat sg μαινάδε , μαινάς raving fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευάς — εὐάς, άδος, ἡ (Α) [ευαί] 1. (για βακχίδα, μαινάδα) αυτή που φωνάζει ευαί, η βακχίδα, η μαινάδα («εὐάδα κούρην», ορφ. ύμν.) 2. ως επίθ. η βακχική («εὐάδι φωνῇ... γεραίρων», Νόνν.) … Dictionary of Greek
μαιναδογενής — μαιναδογενής, ές (Μ) το θηλ. ως ουσ. (για την κόρη τής Ηρωδιάδος) αυτή που γεννήθηκε από Μαινάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μαινάδα + γενής (< γένος)] … Dictionary of Greek
Κοσκώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μαινάδα από τη Θήβα και ίδρυσε τη λατρεία του Διονύσου στη Μαγνησία. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, οι κάτοικοι της Μαγνησίας είχαν βρει σε έναν πλάτανο ένα άγαλμα του Διονύσου, ξεριζωμένο από την καταιγίδα. Ρώτησαν… … Dictionary of Greek
Σκόπας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Έλληνας γλύπτης και αρχιτέκτονας από την Πάρο (περίπου 420 410 π.Χ. περίπου 330 π.Χ.). Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες για τη ζωή του: είναι γνωστό ότι κατά τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. συνεργάστηκε στη διακόσμηση του… … Dictionary of Greek
Μαινάδες — οι (μυθολ.) 1. γυναίκες που ακολουθούσαν το θεό Διόνυσο. 2. μτφ., μαινάδα, η αγριεμένη, οργισμένη γυναίκα: Μια μαινάδα ξεσήκωσε όλη τη γειτονιά με τις φωνές της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θυώνη — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση ήταν μητέρα του θεού Διόνυσου, η οποία αναφέρεται στον δελφικό Παιάνα και ταυτίζεται με τη Σεμέλη. Ο μύθος αναφέρει ότι η Θ. ονομάστηκε έτσι, όταν μεταφέρθηκε από τον Διόνυσο στο ουράνιο φως… … Dictionary of Greek
βασσάρα — βασσάρα, η (Α) 1. η αλεπού 2. χιτώνας των Βακχών της Θράκης, πιθανώς από δέρμα αλεπούς 3. μαινάδα του Διονύσου από τη Θράκη 4. αναιδής γυναίκα ή πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η στενή σχέση της λ. με τη λατρεία του Διονύσου είναι η αιτία των διαφόρων σημασιών… … Dictionary of Greek
διονυσιάς — διονυσιάς, η (Α) 1. μαινάδα, βάκχη 2. διονυσιάδες κορίτσια στη Σπάρτη που αγωνίζονταν στα Διονύσια, αγώνα δρόμου 3. ονομασία τής Νάξου 4. το φυτό ανδρόσαιμο 5. το αμπέλι 6. ονομασία πηγής στην Κυπαρισσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του διονύσιος] … Dictionary of Greek